- ξεστρατίζω
- ξεστρατίζω, ξεστράτισα, ξεστρατισμένος βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεστρατίζω — 1. παρεκκλίνω από τον σωστό δρόμο 2. μτφ. ξεφεύγω από τον δρόμο τής ηθικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)* + στράτα] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεστράτισμα — το [ξεστρατίζω] 1. παρέκκλιση από την ευθεία οδό 2. μτφ. ηθική εκτροπή, απομάκρυνση από τον δρόμο τής ηθικής … Dictionary of Greek
παραστρατίζω — παραστράτισα, παραστρατισμένος 1. μτβ., βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο, τον ξεστρατίζω, τον σπρώχνω στον κακό δρόμο. 2. αμτβ., βγαίνω έξω από το σωστό δρόμο, πέφτω σε ηθική εκτροπή: Σήμερα δεν είναι δύσκολο να παραστρατίσουν τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)